- αφρόκρεμα
- η1. η αφρώδης κρέμα των γλυκισμάτων από ζάχαρη και αβγά2. καλλυντική αλοιφή προσώπου3. η εκλεκτότερη ποιότητα κάποιου πράγματος4. η αριστοκρατική τάξη μιας κοινωνίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθέρας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ο ένας από τους δύο Αργείους που τίμησαν τη θεά Δήμητρα όταν, κατά τη μυθολογία, έφτασε στην Αργολίδα, αναζητώντας την κόρη της Περσεφόνη, που είχε αρπαγεί από τον Πλούτωνα. Ο άλλος Αργείος λεγόταν Μύσιος. Στο ιερό που… … Dictionary of Greek
κρέμα — η 1. κιτρινωπό προϊόν που λαμβάνεται κατά την αποκορύφωση τού γάλακτος, η κορυφή 2. γλύκισμα από αβγά, γάλα, άμυλο και ζάχαρη 3. χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό 4. φρ. «κρέμα ξυρίσματος» κρέμα που παρασκευάζεται συνήθως από… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Κάνες — I (Cannαe). Αρχαίος οικισμός της Ιταλίας, όπου διεξήχθη η περίφημη συντριβή του ρωμαϊκού στρατού από τον Αννίβα, κατά τον Β’ Καρχηδονιακό πόλεμο (216 π.Χ.). Βλ. λ. Κάννες. II (Cannes). Πόλη (67.300 κάτ. το 1999) της νοτιοανατολικής Γαλλίας. Η… … Dictionary of Greek
κορωνίδα — η 1. το ακρότατο σημείο οικοδομήματος, κορυφή. 2. ανώτατο σημείο, μεσουράνημα. 3. άριστος, αφρόκρεμα: Ο Δημοσθένης ήταν η κορωνίδα των ρητόρων. 4. στη γραμματική, σημείο της κράσης που είναι όμοιο με την ψιλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)